Ο συγγραφέας που έμεινε για έξι μήνες στον Κορυδαλλό μιλάει για την κατάσταση στα σωφρονιστικά καταστήματα με αφορμή την αποχή από το συσσίτιο εκατοντάδων κρατουμένων...
ΟΙ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ στις φυλακές της χώρας, τόσο η αποχή από το συσσίτιο όσο και η απεργία πείνας χιλιάδων κρατουμένων, φέρνουν στον πυρήνα του ενδιαφέροντος την... καθημερινή διαβίωση στα Γρεβενά, στον Δομοκό, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα,στα Διαβατά,στον Βόλο,στον Κορυδαλλό. Τα κελιά της Δ΄ πτέρυγας Κορυδαλλού, τις γωνιές στους προαύλιους χώρους της, την έλλειψη ιδιωτικότητας αλλά και τη βρώμα της γνώρισε για έξι ολόκληρους μήνες ο κ. Αρης Δαβαράκης, δημοσιογράφος, γνωστός και για το στιχουργικό του έργο. Υπο συνθήκες που μπορούν να συγκριθούν μόνο με αντίστοιχες « από το Κάιρο και πέρα», η εμπειρία της φυλακής μετατρέπεται σήμερα σε ανάθεμα για τα πολιτικά κόμματα, τους δικαστές, τους υπουργούς που πέρασαν από τον θώκο της Δικαιοσύνης. Ο κ.Δαβαράκης επιμένει ότι «οι αναμνήσεις μου δεν είναι θλιβερές γιατί έχουν να κάνουν με ανθρώπους, αυτό που με εξοργίζει είναι το ελληνικό κράτος, ο μηχανισμός της Δικαιοσύνης που είναι σάπιος από τη ρίζα του,η αναλγησία και η ανικανότητα όσων πρωταγωνίστησαν τα τελευταία 30-40 χρόνια». Γι΄ αυτό «πολύ φοβάμαι ότι ακόμη μία κινητοποίηση δεν μπορεί να κάνει και πολλά... Δεν ξέρω τι χειρουργείο, τι είδους ΔΝΤ πρέπει να μπει για να καθαρίσει η μπόχα».
«Ηταν Φεβρουάριος του 2005. Με έκλεισαν σε ένα ....
.....κελί 2Χ3, με άλλους τρεις, με “δίπατα” κρεβάτια-κουκέτες, μια τούρκικη τουαλέτα χωρίς παραβάν, έναν μικρό νεροχύτη και τέσσερις ψάθινες καρέκλες, ελλείψει χώρου τη μία πάνω στην άλλη» θυμάται ο κ. Δαβαράκης. Η κατηγορία που του είχε μόλις απευθύνει η Δικαιοσύνη ήταν αγορά, κατοχή, πώληση ναρκωτικών και διάθεση χώρου προς κατανάλωσή τους, ως συνιδιοκτήτης σε ποσοστό 2% της εταιρείας (το 98% ανήκει στον κ. Τάσο Μελετόπουλο ), που λειτουργεί ως νυκτερινό μαγαζί, με την ευθύνη δύο άλλων επιχειρηματιών. Αφορμή στάθηκε η σύλληψη νέων με ναρκωτικά στο μπαρ.
Κλειδωμένοι 16 ώρες στο κελί
«Ημασταν κλειδωμένοι στο κελί περίπου 16 ώρες την ημέρα, από τις 8 το βράδυ ως τις 7 το άλλο πρωί, και το μεσημέρι, μετά το συσσίτιο, από τη μία ως τις 6 το απόγευμα. Μπαινόβγαιναν διάφοροι, κάτι ταλαίπωροι μικροέμποροι, βαποράκια της κατάθλιψης, παιδιά που έκαναν πρέζα στην πλατεία Κουμουνδούρου. Προσωπικά συγκατοικούσα με κρατούμενο για οικονομικό έγκλημα, είχε στην πλάτη του 80-100 απάτες με ακίνητα. Οσο καιρό ήμουν εκεί, πάντως, ελάχιστους “σοβαρούς” εγκληματίες συνάντησα. Μόνο δύο είχαν διαπράξει φόνους, ένας 75άρης που έπιασε τη γυναίκα του με τον αλβανό εραστή της και ένας ομοφυλόφιλος που σκότωσε πάνω σε καβγά σε ένα μπορντέλο. Ο τύπος αυτός φρόντιζε να δίνει χαρούμενη πινελιά στην καθημερινότητα: έφτιαχνε γλυκά, μας χάριζε κατασκευές. Υπήρχε κι ένας γύφτος, έγκλειστος για 1.700 ευρώ. Εγραφα σε κυριακάτικο φύλλο εκείνη την εποχή, το δημοσιοποίησα και ο κόσμος ευαισθητοποιήθηκε, έδωσε λεφτά και βγήκε». Η απόφαση της ανακρίτριας για προφυλάκιση είχε πάρει- για τον ίδιο- διαστάσεις «κατάφωρης αδικίας»,«δικαστικής πλάνης». Πώς ήταν δυνατόν ένας «ειδεχθής εγκληματίας κατά συρροήν και κατ΄ επανάληψιν» να διαθέτει «κατάλευκο ποινικό μητρώο»;
Η εργασία στη φυλακή κάνει τον χρόνο να μετράει διπλά. Η ευνοϊκή εξίσωση θέλει μία ημέρα της ποινής να ισούται με δύο. «Δεν υπάρχουν μά γειροι. Το φαγητό είναι τραγωδία. Παμβρώμικοι τύποι, με εξίσου παμβρώμικα σκουφιά, επιλέγουν ενίοτε να απασχοληθούν στα μαγειρεία, με τα ζουμιά τους από μέτωπα και μύτες να πέφτουν καθώς σκύβουν μέσα στα αχνιστά ταψιά. Τι να φας άμα το δεις μπροστά σου...». Ο κ. Δαβαράκης χαρακτηρίζει την τηλεκάρτα το πολυτιμότερο αντικείμενο από την πραμάτεια της φυλακής. Βασική ενασχόληση, άλλωστε, η ουρά για το τηλέφωνο, για μια κουβέντα στα πεταχτά με πρόσωπα αγαπημένα. Και μπιρίμπα, με ψευτοτράπουλες από χαρτόνι, επισκέψεις στη βιβλιοθήκη (που διαθέτει αγγλικό και γαλλικό τμήμα), συγγραφή ημερολογίου. «Δεν έχω οικογένεια, μόνο φίλους έχω» εξομολογείται. «Η Φρόσω η Ράλλη ερχόταν και έπαιρνε τα βρώμικα, μου τα γύριζε μοσχομυριστά και καλοσιδερωμένα, η Χριστίνα με τον Θεαγένη (Ιλιάδη)- το λέω και δακρύζω - δεν έχαναν επισκεπτήριο, δεν υπολόγισαν ούτε μία φορά την τεράστια ταλαιπωρία. Επρεπε να ΄ναι εκεί από τις 7, να πάρουν σειρά, για να καταφέρουμε να συναντηθούμε στις 12.00 και 1.00 το μεσημέρι. Πίσω από ένα λερωμένο τζάμι, με ένα θεοβρώμικο τηλέφωνο.Ερχόταν και ο Γιώργος με την Αννα Νταλάρα, ο Γιάννης Κότσιρας, ο Στέλιος Διονυσίου. Οταν τον έβλεπαν οι φύλακες, έβαζαν τραγούδια του πατέρα του».
Το νοσοκομείο Κορυδαλλού
Το μεγαλύτερο σοκ ήλθε όταν χρειάστηκε να μπει στο νοσοκομείο του Κορυδαλλού. Θυμήθηκε το ψυχιατρείο της Λέρου- πάλαι ποτέ αγαπημένο θέμα ημεδαπών και ξένων ρεπορτάζ για την αθλιότητα του ιδρύματος. Ασθενείς με ΑΙDS και ανοικτές πληγές, πλήρως παραμελημένοι, χωρίς στοιχειώδεις προφυλάξεις, προκειμένου έστω να μη μεταδώσουν τον ιό στους άλλους. «Η φυλακή ήταν εμπειρία για μένα. Επικοινώνησα με ανθρώπους που δεν μπορούσα καν να φανταστώόταν ακόμη ήμουν έξω. Στην κοινωνία περιχαρακωνόμαστε πίσω από trends, περιοριζόμαστε από ταμπέλες. Οι άνθρωποι έχουμε άπειρα κοινά. Γι΄ αυτό σας λέω, αυτό που με εξοργίζει είναι το ελληνικό κράτος. Ολοι αυτοί οι τύποι που τρώνε το βράδυ στο “L΄ Αbreuvoir” και στην “Βrasserie”και δεν τους καίγεται καρφί για όσα συμβαίνουν εκεί μέσα».
ΜΙΑ ΧΛΩΡΙΝΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ...
ΟΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ συνθήκες και η δυσωδία επέτειναν τη δυσκολία προσαρμογής. «Είχα φοβηθεί πραγματικά για την υγεία μου» λέει ο κ.Δαβαράκης. «Κατανάλωνα ένα μεγάλο μπουκάλι χλωρίνη την ημέραστο κελί.
Εμπαινα δύο φορές στη διάρκεια του 24ώρου κάτω από το ντους, κάτι σιδερένιους σωλήνες στο ταβάνι που έριχναν παγωμένο νερό με πίεση. Ζεστό υπήρχε, αλλά μόλις και μετά βίας έφθανε για τον πρώτο.
Ξέρετε, την πρώτη μέρα που μ΄ έριξαν στη φυλακή κάθησα πάνω στο κρεβάτι και αρνήθηκα να φάω, να πιω. Είχα πεισμώσει. Με πλησίασε κάποιος και μου είπε:“Φίλε, δεν βγαίνει έτσι. Εσύ θα αρρωστήσεις και αυτά τα γουρούνια θα συνεχίσουν να τα πηγαινοφέρνουν με τις Μercedes. Αν σιχαίνεσαι, μη φας, πήγαινε κανονικά στο συσσίτιο και πάρε τουλάχιστον τα φρούτα”».
Ελευθερία Κόλλια, tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου